Amstrad CPC6128

Οι Amstrad CPC (Colour Personal Computer) ήταν μια σειρά ηλεκτρονικών υπολογιστών 8-bit που παρουσιάστηκαν από την εταιρεία Amstrad από το 1984 ώς το 1990. Είχαν σχεδιαστεί για να ανταγωνιστούν τα Commodore 64 και ZX Spectrum. Κυριότερο πλεονέκτημα ήταν ότι το αποθηκευτικό μέσο δεδομένων, κασετόφωνο ή αργότερα οδηγό δισκέτας (Floppy Disk Drive), και η οθόνη, έγχρωμη ή μονόχρωμη, συμπεριλαμβάνονταν στο σύστημα (πρωτοτυπία για την εποχή). Οι πωλήσεις συνολικά έφτασαν τα 3.000.000 τεμάχια.

Η Κεντρική Μονάδα Επεξεργασίας (CPU) ήταν ο Z80 της Zilog με συχνότητα λειτουργίας τα 4MHz. Η κεντρική μνήμη RAM (μνήμη τυχαίας προσπέλασης) ήταν από 64Kb έως 128Kb με δυνατότητα επέκτασης στα 512KB. Υπήρχε η δυνατότητα να φτάσει μέχρι τα 4Mb με εμπειρικές μεθόδους ερασιτεχνών της εποχής. Σε κάθε περίπτωση όμως ο Z80 δεν μπορούσε να διαχειριστεί πάνω από 64Kb και στα μηχανήματα με τα 128kb ή σε αυτά με τις επεκτάσεις μνήμης απαιτούνταν ειδικές τεχνικές διαχείρισης (σελιδοποίηση ή paging).

Η έξοδος RGB προς την οθόνη μπορούσε να οδηγήσει μια τηλεόραση μέσω βύσματος SCART, το βύσμα εξόδου όμως (τύπου DIN[1]) δεν ήταν σχεδιασμένο με βάση κάποιο δημοφιλές πρότυπο, ενώ η οθόνη παρείχε την τροφοδοσία για τη λειτουργία της κεντρικής μονάδας. Έτσι η σειρά CPC δεν μπορούσε, τουλάχιστον εύκολα, να συνδεθεί με οθόνες άλλων κατασκευαστών ή με τηλεόραση. Οι αναλύσεις εικονοστοιχείων (Pixels) που υποστήριζε το σύστημα γραφικών ήταν τρεις: 160×200 με 16 χρώματα και 20 στήλες χαρακτήρων, 320×200 με 4 χρώματα και 40 στήλες χαρακτήρων και 640×200 με 2 χρώματα και 80 στήλες χαρακτήρων. Ο μέγιστος αριθμός της παλέτας χρωμάτων έφτανε στα 4096. Στο μοντέλο GX-4000 υπήρχε έξοδος RF σήματος τηλεόρασης.

Για τον ήχο η σειρά CPC χρησιμοποιούσε το chip ΑΥ-3-8912 που παρείχε 3 κανάλια. Υπήρχαν ενσωματωμένα ηχεία, ενισχυτής και ακουστικά με έλεγχο έντασης και στερεοφωνική απόδοση. Στα CPC 664 και 6128 υπήρχε για πρώτη φορά σε προσωπικό υπολογιστή FDD (Floppy Disk Drive) 3 ιντσών με δισκέτες σκληρού περιβλήματος,

επιλογή πρωτοποριακή, με σημαντικό πλεονέκτημα την ταχύτητα και μειονέκτημα την έλλειψη οποιασδήποτε συμβατότητας με άλλα συστήματα της εποχής.

Για την επικοινωνία της με άλλες συσκευές η σειρά CPC διέθετε στο βασικό πακέτο θύρα εκτυπωτή 7bit, θύρα για χειριστήριο, θύρα για Floppy Disk Drive, DIN σύνδεση για Amstrad οθόνες και στερεοφωνική έξοδο ήχου για καρφί 3,5mm. Τέλος παρείχε και γενική θύρα επέκτασης πλήρους εύρους διαύλου, που έδινε τη δυνατότητα εκμετάλλευσης των 65536 ] θυρών εισόδου/εξόδου του Z80, πάνω στην οποία συνδέονταν περιφερειακές συσκευές, επεκτάσεις μνήμης κλπ.

Η σειρά CPC δινόταν με λειτουργικό σύστημα εκκίνησης από δίσκο, το CP/M (Control Program for Microcomputers), πρόδρομο του MS-DOS[3], στα μοντέλα που υποστήριζαν δισκέτα και με το AMSDOS της Amstrad που μαζί με τη Locomotive BASIC ήταν φορτωμένα στη μνήμη ROM του μηχανήματος. Η Locomotive BASIC ήταν μία ακόμη έκδοση της δημοφιλέστατης τότε γλώσσας προγραμματισμού BASIC, μια βελτιωμένη έκδοση της Z80 BASIC για τον προσωπικό υπολογιστή BBC και εκτελούσε τον κώδικα με μετάφραση (μέσω διερμηνέα ή interpeter) και όχι με συμπαγή κώδικα μηχανής που φτιάχνεται με μεταγλωττιστή (compiler). Αξίζει να αναφερθεί πως η BASIC παρείχε τις χαμηλού επιπέδου εντολές “PEEK” (διάβασμα θέσης μνήμης) και “POKE” (γράψιμο σε θέση μνήμης), με τις οποίες γινόταν δυνατή η επέμβαση σε χαμηλό επίπεδο και δινόταν έτσι η δυνατότητα για απ’ ευθείας έλεγχο του υλικού (hardware), για «σπάσιμο» των παιχνιδιών που εκτελούνταν σε γλώσσα μηχανής (assembly), ακόμα και για «κλειδώματα» των προγραμμάτων φτιάχνοντας π.χ. αόρατες γραμμές εντολών στη BASIC. Μαζί με το CP/M δινόταν και η γλώσσα προγραμματισμού DR. LOGO, έκδοση της Logo που ήταν τότε διαδεδομένη γλώσσα, κυρίως για διαχείριση γραφικών από το χρήστη.